- ἀκαιροπαρρησία
- ἀκαιρο-παρρησία, ἡ,A ill-timed freedom of speech, Eust.1069. 10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκαιροπαρρησία — ἀκαιροπαρρησίᾱ , ἀκαιροπαρρησία ill timed freedom of speech fem nom/voc/acc dual ἀκαιροπαρρησίᾱ , ἀκαιροπαρρησία ill timed freedom of speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιροπαρρησία — ἀκαιροπαρρησία, η (Μ) άκαιρη, ανάρμοστη ελευθεροστομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησία] … Dictionary of Greek
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek